- ἀλούτῳ
- ἄλουτοςunwashenmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλουτώ — ἀλουτῶ ( έω) (Α) [ἄλουτος] είμαι άλουστος, μένω χωρίς λουτρό … Dictionary of Greek
άλουτος — ἄλουτος, ον (Α) ο άλουστος, ο άπλυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + *λούω ( ομαι). ΠΑΡ. αρχ. ἀλουτία, ἀλουτῶ (αρχ. νεοελλ.) αλουσία] … Dictionary of Greek
αλουτιώ — ἀλουτιῶ ( άω) (Μ) ἀλουτῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λουτιῶ < λούω] … Dictionary of Greek